- προστιμώ
- -άω, Α [πρόστιμον]1. (για δικαστήριο) επιβάλλω ποινή πρόσθετη ή βαρύτερη από εκείνην που ορίζει ο νόμος («προστιμᾱν τοὺς κρίνοντας τὴν δίκην ὅ, τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῑν», Πλάτ.)2. μέσ. προστιμῶμαι, -άομαι(για δικαστή) προτείνω την επιβολή πρόσθετης ποινής3. φρ. α) «προστιμῶ τῷ δημοσίῳ» — επιδικάζω κάτι στο δημόσιο ως οφειλήβ) «προστιμᾱταί τινι δεσμοῡ» — επιβάλλεται σε κάποιον πρόσθετη ποινή φυλάκισης.
Dictionary of Greek. 2013.